ωκεανοδρόμος

ωκεανοδρόμος
η, Ν
ζωολ. γένος θαλάσσιων πτηνών τής οικογένειας υδροβατίδες, κυματοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανός + -δρόμος (βλ. λ. δρόμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδροβατίδες — (Hydrobatidae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ρινοτρυπόμορφων. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν 23 είδη θαλάσσιων αποκλειστικά πτηνών, τα οποία απαντούν σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου. Τρέφονται από οργανισμούς που επιπλέουν στην επιφάνεια της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”